Ο κόσμος εν ηξέρει ίντα με βασανιεί,
θωρούν με καθισμένον δίχα να μιλώ,
αμμά ιδέα εν τους περνά
που το μυαλόν, ίντα 'ν' που έχω..
Πολλές φορές, έτο πιάννει με
τζι εν θέλω να συντιχάννω,
μη δε στο νουν, η θύμηση,
τι έπαθα να μου έρτει..
Αμμά τωρά πο' κάτσαμεν
με το κρασίν αντάμα,
τη γλώσσα μου στο αλκοόλ,
να ξιδιθεί, θα αφήκω..
Ήταν, που λέτε, Σήκωσες,
αμμά 'τουν πριν δέκα γρόνια,
τότες που την εγνώρισα,
π' άπλωσα της το δειν μου..
Τζιαι τζιείνη ήτουν μωρόν
με του σκολείου τ'άππωμαν
τζι εγιώνι εν νά'ταν η χρονιά
του όρκου εις την πατρίδαν..
Άμπλεπα την που περιχάριζεν
μες σ'ούλλες τες παρέες,
τζι όποιος της κόντεφκεν αρσενικός
σαν το λαμπρόν εν π'άφταιννα..
Είδεν με τζι είδα την καλά
τζι έκατσεν στην παρέαν μας
τζι επίνναμεν, τζι επίνναμεν
ώστις που να φυρτούμεν..
Τότες εν που κατάλαβα
τζιαι μού'ρτεν εις τον νουν
πως τούτη εν άλλως πως,
τούτη εν διαφορετική..
Που τότε άλλην δεν εδείκλησα
να δω ή να ποθήσω
σαν άντρας πας την νιότην μου,
στην βράσην του γαιμάτου..
Τζιείνη ύστερον εγλύφετουν
με αδερφικόν μου φίλον
τζιαι τζιείνου η κοπελλούα του
αρώταν με συνέχειαν..
"Κάτι συμβαίνει ρε Ξενή,
ο νους μου εν το φκάλλει,
αν ξέρεις ότιδήποτε
πε μου το να χαρείς.."
Εγιώ κρυφόν εκράτησα
το μυστηκόν του φίλου,
αμμά κρυφός εν πό' μεινεν
τζιαι ο πόνος της καρθκιάς μου..
Ύστερον εχωρίσασειν
τζι είπα της την αλήθκειαν,
πράμαν που εμετάνιωσα
ως τα τωρασινά μου..
Τζιείνον πού 'τουν παράξενον
μες τούντην ιστορίαν
ένι πως τζιείνη που αγάπησα,
επαρηορήθην στην αγκαλιάν μου..
Ελάλεν μου πως εν μπορεί
τζιαι πως θέλει να φύει,
που τζιείνου που αγάπησεν,
τα δίχτυα, του πάθους..
Εγιώνι πέτραν έκαμα
την γέριμην την καρκιάν μου,
φίλος της εστάθηκα καλός,
αν τζι ύστερα μου το φάκκαν..
Πως δεν εδιεκδήκησα
ό,τι ήθελα, λαλεί,
τζιαι πως αν τό'θελα πολλά
θα εγίνετουν δική μου..
Μα, τέλοσπάντων,
τούτα εγίνασειν πρόσφατα πολλά,
πάμεντες πίσω στα παλιά
σκαλιά της ιστορίας..
Άμμαν εχώρισεν τζιαι μετά
που τον αδερφικόν μου φίλον,
τζιείνος εξαναύρεν τα
με την παλιάν του αγάπη,
που ήξερεν τα λάθη του
τζι όμως τον αγαπούσεν..
Τζιαι τζιείνη που αγάπησα
με ούλλην την ψυσιήν μου,
όσον τζι αν δεν της έφτασεν
τζι αν δεν ήταν αρκετόν της,
το παραμύθιν έπλασεν
παρανοϊκόν τζι απόκοσμον,
χωρίς φειδώ καθόλου..
Κανένας δεν επίστεψεν
τα λόγια της, με φίλος,
με εραστής, με άδρωπος,
με γέναικος, με τζιείνος,
τζιείνος που τον αγάπησεν
περίτου που τον εαυτόν της..
Ο μόνος που της έμεινεν
να της συμπαραστέκεται με αγάπην,
εγώ ήμουν, ο ηλίθιος,
που πίστεψα σε τζιείνην..
Ενόμιζα η αγάπη της
εν νά'ταν υπεράνω
που το να περιπαίζει φίλους της
με τόσην ευκολίαν..
Έσιει που τότε που έχασεν
εμπιστοσύνην που μέναν,
τζιαι πάντα τζι αν τα βρίσκαμεν
σαν τότες ποττέ εν ήταν..
Τότε που ελαλούσαμεν
ο ένας τον άλλον "καρθκιά μου",
τότες που της είπα πως
ήταν ο άνθρωπός μου..
Ως σήμερα αδέρφκια μου
η καρκιά μου εν ποζαύλιν,
ποττέ μου εν ημπόρεσα
να πω σωστά πως νιώθω..
Μον'κάτι ποιήματα, παλιά,
που της έστειλα, βιβλίον,
που χαρκούμαι πως τα κράτησεν,
χωσμένα, μακριά της..
Είπεν μου ήρτα δεύτερος
τζι αν δεν ήταν η αγάπη της,
εμέναν θα ερωτεύκετουν
τζιαι θά'μαστουν μαζίν..
Αμμά τωρά είμαι φίλος της
τζιαι τούτον εν αλλάσσει
τζι εν ημπορεί πιο να με δει
σαν άντραν εραστήν της..
Εγιώ έκρυψα, εκουράστηκα
την πάλην της ψυσιής μου,
δική μου εν τζιαι γίνεται
εις τον αιώναν τον άπανταν..
Η μόνη μου χαρά τωρά
εν να την βλέπω ευτυχισμένην
τζι ας μεν την κόφτει αν ιζιώ,
αν αναπνέω, πιλέ μου..
Πολλές φορές προσπάθησα
να την αφήκω πίσω μου, να την ξιάσω τέλια,
αμμά εγώ μιάν βολάν
αγάπησα στην ζωήν μου..
Όρκον που τότες έδωκα,
βαρύν, για έναν νιάτον,
γεναίκαν άλλην μες τον νουν
ποττέ μου να μεν βάλω..
Εκράτησα τον τζι ας ήτουν
δύσκολον να ζήσω ως δακάτω,
τζιαι τωρά που τά'πα είμαι 'λεύτερος,
δίχα άλυσον, να ζήσω..
Αμμά 'ξερε καρτούλλα μου,
όπου στην γην τζιαι νά'σαι,
πως δίχα μου εν έσιεις ζωήν
τζιαι πάντα 'ν' να υποφέρεις..
Γιατί είμαστεν μες την ζωήν
του ενός, ο άλλος, το πεπρωμένον..
Αγαπώ σε...
θωρούν με καθισμένον δίχα να μιλώ,
αμμά ιδέα εν τους περνά
που το μυαλόν, ίντα 'ν' που έχω..
Πολλές φορές, έτο πιάννει με
τζι εν θέλω να συντιχάννω,
μη δε στο νουν, η θύμηση,
τι έπαθα να μου έρτει..
Αμμά τωρά πο' κάτσαμεν
με το κρασίν αντάμα,
τη γλώσσα μου στο αλκοόλ,
να ξιδιθεί, θα αφήκω..
Ήταν, που λέτε, Σήκωσες,
αμμά 'τουν πριν δέκα γρόνια,
τότες που την εγνώρισα,
π' άπλωσα της το δειν μου..
Τζιαι τζιείνη ήτουν μωρόν
με του σκολείου τ'άππωμαν
τζι εγιώνι εν νά'ταν η χρονιά
του όρκου εις την πατρίδαν..
Άμπλεπα την που περιχάριζεν
μες σ'ούλλες τες παρέες,
τζι όποιος της κόντεφκεν αρσενικός
σαν το λαμπρόν εν π'άφταιννα..
Είδεν με τζι είδα την καλά
τζι έκατσεν στην παρέαν μας
τζι επίνναμεν, τζι επίνναμεν
ώστις που να φυρτούμεν..
Τότες εν που κατάλαβα
τζιαι μού'ρτεν εις τον νουν
πως τούτη εν άλλως πως,
τούτη εν διαφορετική..
Που τότε άλλην δεν εδείκλησα
να δω ή να ποθήσω
σαν άντρας πας την νιότην μου,
στην βράσην του γαιμάτου..
Τζιείνη ύστερον εγλύφετουν
με αδερφικόν μου φίλον
τζιαι τζιείνου η κοπελλούα του
αρώταν με συνέχειαν..
"Κάτι συμβαίνει ρε Ξενή,
ο νους μου εν το φκάλλει,
αν ξέρεις ότιδήποτε
πε μου το να χαρείς.."
Εγιώ κρυφόν εκράτησα
το μυστηκόν του φίλου,
αμμά κρυφός εν πό' μεινεν
τζιαι ο πόνος της καρθκιάς μου..
Ύστερον εχωρίσασειν
τζι είπα της την αλήθκειαν,
πράμαν που εμετάνιωσα
ως τα τωρασινά μου..
Τζιείνον πού 'τουν παράξενον
μες τούντην ιστορίαν
ένι πως τζιείνη που αγάπησα,
επαρηορήθην στην αγκαλιάν μου..
Ελάλεν μου πως εν μπορεί
τζιαι πως θέλει να φύει,
που τζιείνου που αγάπησεν,
τα δίχτυα, του πάθους..
Εγιώνι πέτραν έκαμα
την γέριμην την καρκιάν μου,
φίλος της εστάθηκα καλός,
αν τζι ύστερα μου το φάκκαν..
Πως δεν εδιεκδήκησα
ό,τι ήθελα, λαλεί,
τζιαι πως αν τό'θελα πολλά
θα εγίνετουν δική μου..
Μα, τέλοσπάντων,
τούτα εγίνασειν πρόσφατα πολλά,
πάμεντες πίσω στα παλιά
σκαλιά της ιστορίας..
Άμμαν εχώρισεν τζιαι μετά
που τον αδερφικόν μου φίλον,
τζιείνος εξαναύρεν τα
με την παλιάν του αγάπη,
που ήξερεν τα λάθη του
τζι όμως τον αγαπούσεν..
Τζιαι τζιείνη που αγάπησα
με ούλλην την ψυσιήν μου,
όσον τζι αν δεν της έφτασεν
τζι αν δεν ήταν αρκετόν της,
το παραμύθιν έπλασεν
παρανοϊκόν τζι απόκοσμον,
χωρίς φειδώ καθόλου..
Κανένας δεν επίστεψεν
τα λόγια της, με φίλος,
με εραστής, με άδρωπος,
με γέναικος, με τζιείνος,
τζιείνος που τον αγάπησεν
περίτου που τον εαυτόν της..
Ο μόνος που της έμεινεν
να της συμπαραστέκεται με αγάπην,
εγώ ήμουν, ο ηλίθιος,
που πίστεψα σε τζιείνην..
Ενόμιζα η αγάπη της
εν νά'ταν υπεράνω
που το να περιπαίζει φίλους της
με τόσην ευκολίαν..
Έσιει που τότε που έχασεν
εμπιστοσύνην που μέναν,
τζιαι πάντα τζι αν τα βρίσκαμεν
σαν τότες ποττέ εν ήταν..
Τότε που ελαλούσαμεν
ο ένας τον άλλον "καρθκιά μου",
τότες που της είπα πως
ήταν ο άνθρωπός μου..
Ως σήμερα αδέρφκια μου
η καρκιά μου εν ποζαύλιν,
ποττέ μου εν ημπόρεσα
να πω σωστά πως νιώθω..
Μον'κάτι ποιήματα, παλιά,
που της έστειλα, βιβλίον,
που χαρκούμαι πως τα κράτησεν,
χωσμένα, μακριά της..
Είπεν μου ήρτα δεύτερος
τζι αν δεν ήταν η αγάπη της,
εμέναν θα ερωτεύκετουν
τζιαι θά'μαστουν μαζίν..
Αμμά τωρά είμαι φίλος της
τζιαι τούτον εν αλλάσσει
τζι εν ημπορεί πιο να με δει
σαν άντραν εραστήν της..
Εγιώ έκρυψα, εκουράστηκα
την πάλην της ψυσιής μου,
δική μου εν τζιαι γίνεται
εις τον αιώναν τον άπανταν..
Η μόνη μου χαρά τωρά
εν να την βλέπω ευτυχισμένην
τζι ας μεν την κόφτει αν ιζιώ,
αν αναπνέω, πιλέ μου..
Πολλές φορές προσπάθησα
να την αφήκω πίσω μου, να την ξιάσω τέλια,
αμμά εγώ μιάν βολάν
αγάπησα στην ζωήν μου..
Όρκον που τότες έδωκα,
βαρύν, για έναν νιάτον,
γεναίκαν άλλην μες τον νουν
ποττέ μου να μεν βάλω..
Εκράτησα τον τζι ας ήτουν
δύσκολον να ζήσω ως δακάτω,
τζιαι τωρά που τά'πα είμαι 'λεύτερος,
δίχα άλυσον, να ζήσω..
Αμμά 'ξερε καρτούλλα μου,
όπου στην γην τζιαι νά'σαι,
πως δίχα μου εν έσιεις ζωήν
τζιαι πάντα 'ν' να υποφέρεις..
Γιατί είμαστεν μες την ζωήν
του ενός, ο άλλος, το πεπρωμένον..
Αγαπώ σε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου