Κουτούλλα πας τη γλώσσα μου τα ανύπαρκτα σου λόγια
το τρυφερό μα αγκαθωτό σιόνωμαν της ψυσιής σου..
Σιήλλια ταξίθκια πορικά έκαμα πας τα πλοία
ώστι που την καρτούλλα σ'αντάμωσα στο στρατίν μου...
Έφκα που το στενό σου τζι έμπα μες την αγκάλην μου
τζι αν αντιμιλήσει ο τζιύρης σου ευτύς 'ν' να τον ισφάξω..
Μεν κλαίεις Ρήαινα καλή, μουσιέφκεις το μαουλούτζιην
εσού 'σαι ολόγρουση αυκή, εν κρίμαν νά 'ρτεις βρεμένη...
Ό,τι εν πον να σού 'ταξα, ζωούλλα μου, ψυσιή μου
άλλος εν που σου τό 'δωκεν, άλλος εν που σου τζιίζει..
Εγιώ σε πέτραν, με θυμόν, την τζιεφαλήν θα δώκω
πέρκιμον φύει ο καμός, πέρκιμον ιγλυτώσω...
Οι ερινύες της κκελλές, τον όρκον σου άμμα σπάσεις,
σιήλλια κομμάθκια κάμνουν σε, να μεν σ' εύρει κανένας..
Τζι αν κάμεις πως εν που 'ν' να φύεις, να πάεις σ'άλλην χώραν
μια ζωήν σε τζυνηούν ώστι που να κορτώσεις νούρον...
Εγιώ επέθανα κρυφά, μανιχός τζιαι κριματισμένος,
εσού μες την αγκάλην τ' άντρα σου τζιαι τζιείνην των παιθκιών σου..
Έτσι, λαλούν, εν η ζωή, οι ναυτιτζιοί οι γέροι
όσες καρκιές εν π'αγαπούν κοκκούφες μαρανίσκουν...
..........................................................................................................................................................
Ένας καπεταναίος εγγλέζος, γέρος αμμά γερός, με γαίμαν που κοχλάζει
ποττέ του δεν εδείκλησεν γεναίκαν να κοιτάξει...
Λιμάνια με πόρνες γλυτζιές, που ντζιίζουν σου τζιαι χύνεις
τζιαι τζιείνος πάντα αγέρωχος τσάιν να πίννει στην πλώρην..
Έφκαλλεν που το πουτζιήν του μιαν παλιάν, ασπρόμαυρη, φωτογραφίαν
έτρωεν το πισκοττούιν του τζι εχαμογέλαν της γλυτζιά...
Εμείς πίσω ερκούμαστιν που τα πορνεία λεσιασμένοι
τζι είσιεν μας υποχρεωτικόν να πάμεν να λουθούμεν..
Ενόχλαν τον όπως φαίνεται η μυρωθκιά του πούττου
τζιαι τα πουτανίσιμα τα αρώματα, που γαίματα ανάφκουν...
Σαν τζιείνον ήθελα τζι εγιώ να γίνω μα έν εβάστουν,
πολλά εν που κριμάτισα το νεαρόν κορμίν μου..
Πολλές φορές ετζιύλησα σ'άλλων αντρών κρεβάθκια
των γεναικών τους τα φιλιά έκλεψα δίχα σκέψην...
Πολλές φορές εν πό' καμα τζι έρωταν αγοραίον
έναν δεκάλιρον παλιόν τζι εκάμναν μου τα ούλλα..
Αμμά η καρκιά μου έμεινεν ένα μιτσί μωρούιν
που μια γεναίκαν αγαπά τζιαι δεν κοιτάζει άλλην...
Το σώμαν μου τζι αν νεκατσιώ που γύρισεν κρεβάθκια,
άλλην ψυσιήν εν θά'θελα παρά πο' τζιείνην πό'χω..
Μόνον εσέναν ν'αγαπώ, για σέναν να υποφέρω
ούτε σιηράτης, σιήστον, ούτε πουτάνας θέλω...
Του κορμιού έβαλα του κλειωνιάν ώσπου να σε ξαναύρω.
........................................................................................................................................................
Δώσ' μου κουμπάσον μαγικόν Πλάστη μου τζιαι χαρώ σε
να κουμπασάρω μες τα μμάθκια της ίντα φουρτούνες έσιει...
Τσιάρον κάμε με, βαρύν, τζιαι σφιχτοτυλιμένον,
να μπω μες τζιείντα στήθη της τζιαι να χωστώ θκυο χρόνια..
Τζι ύστερον κάμε με υγρόν, το νεαρόν το ύδωρ,
να ντζιίσω πας τα σιείλη της τζι ευτύς να ξεδιψάσει...
Να ξαλαφρώσω μιαν ψυσιήν πού φαν την η αρμύρα.
το τρυφερό μα αγκαθωτό σιόνωμαν της ψυσιής σου..
Σιήλλια ταξίθκια πορικά έκαμα πας τα πλοία
ώστι που την καρτούλλα σ'αντάμωσα στο στρατίν μου...
Έφκα που το στενό σου τζι έμπα μες την αγκάλην μου
τζι αν αντιμιλήσει ο τζιύρης σου ευτύς 'ν' να τον ισφάξω..
Μεν κλαίεις Ρήαινα καλή, μουσιέφκεις το μαουλούτζιην
εσού 'σαι ολόγρουση αυκή, εν κρίμαν νά 'ρτεις βρεμένη...
Ό,τι εν πον να σού 'ταξα, ζωούλλα μου, ψυσιή μου
άλλος εν που σου τό 'δωκεν, άλλος εν που σου τζιίζει..
Εγιώ σε πέτραν, με θυμόν, την τζιεφαλήν θα δώκω
πέρκιμον φύει ο καμός, πέρκιμον ιγλυτώσω...
Οι ερινύες της κκελλές, τον όρκον σου άμμα σπάσεις,
σιήλλια κομμάθκια κάμνουν σε, να μεν σ' εύρει κανένας..
Τζι αν κάμεις πως εν που 'ν' να φύεις, να πάεις σ'άλλην χώραν
μια ζωήν σε τζυνηούν ώστι που να κορτώσεις νούρον...
Εγιώ επέθανα κρυφά, μανιχός τζιαι κριματισμένος,
εσού μες την αγκάλην τ' άντρα σου τζιαι τζιείνην των παιθκιών σου..
Έτσι, λαλούν, εν η ζωή, οι ναυτιτζιοί οι γέροι
όσες καρκιές εν π'αγαπούν κοκκούφες μαρανίσκουν...
..........................................................................................................................................................
Ένας καπεταναίος εγγλέζος, γέρος αμμά γερός, με γαίμαν που κοχλάζει
ποττέ του δεν εδείκλησεν γεναίκαν να κοιτάξει...
Λιμάνια με πόρνες γλυτζιές, που ντζιίζουν σου τζιαι χύνεις
τζιαι τζιείνος πάντα αγέρωχος τσάιν να πίννει στην πλώρην..
Έφκαλλεν που το πουτζιήν του μιαν παλιάν, ασπρόμαυρη, φωτογραφίαν
έτρωεν το πισκοττούιν του τζι εχαμογέλαν της γλυτζιά...
Εμείς πίσω ερκούμαστιν που τα πορνεία λεσιασμένοι
τζι είσιεν μας υποχρεωτικόν να πάμεν να λουθούμεν..
Ενόχλαν τον όπως φαίνεται η μυρωθκιά του πούττου
τζιαι τα πουτανίσιμα τα αρώματα, που γαίματα ανάφκουν...
Σαν τζιείνον ήθελα τζι εγιώ να γίνω μα έν εβάστουν,
πολλά εν που κριμάτισα το νεαρόν κορμίν μου..
Πολλές φορές ετζιύλησα σ'άλλων αντρών κρεβάθκια
των γεναικών τους τα φιλιά έκλεψα δίχα σκέψην...
Πολλές φορές εν πό' καμα τζι έρωταν αγοραίον
έναν δεκάλιρον παλιόν τζι εκάμναν μου τα ούλλα..
Αμμά η καρκιά μου έμεινεν ένα μιτσί μωρούιν
που μια γεναίκαν αγαπά τζιαι δεν κοιτάζει άλλην...
Το σώμαν μου τζι αν νεκατσιώ που γύρισεν κρεβάθκια,
άλλην ψυσιήν εν θά'θελα παρά πο' τζιείνην πό'χω..
Μόνον εσέναν ν'αγαπώ, για σέναν να υποφέρω
ούτε σιηράτης, σιήστον, ούτε πουτάνας θέλω...
Του κορμιού έβαλα του κλειωνιάν ώσπου να σε ξαναύρω.
........................................................................................................................................................
Δώσ' μου κουμπάσον μαγικόν Πλάστη μου τζιαι χαρώ σε
να κουμπασάρω μες τα μμάθκια της ίντα φουρτούνες έσιει...
Τσιάρον κάμε με, βαρύν, τζιαι σφιχτοτυλιμένον,
να μπω μες τζιείντα στήθη της τζιαι να χωστώ θκυο χρόνια..
Τζι ύστερον κάμε με υγρόν, το νεαρόν το ύδωρ,
να ντζιίσω πας τα σιείλη της τζι ευτύς να ξεδιψάσει...
Να ξαλαφρώσω μιαν ψυσιήν πού φαν την η αρμύρα.
26/08/11 Για την αρμύρα των χειλιών σου ξανά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου