Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Skazki na noch

Μπροστά στη θαλπωρή και τη γλυκιά ζεστασιά του τζακιού έριξε το βάρος του γέρικου, πια, κορμιού της, σ'εκείνη την παλιά πολυθρόνα με τον μαλακό αφρό. Βούλιαξε μέσα της και ζέστανε τα τρεμουλιαστά γόνατά της. Πιο πέρα ένα ξανθό κοριτσάκι χτένιζε μια κούκλα. Καθότανε κάτω στο χαλί με ανοιχτά ποδαράκια και περιποιώνταν τα μαλλιά της κούκλας της με προσήλωση. Θά'ταν δε θά'ταν τεσσάρω χρονών. Όταν η μικρή τελείωσε με την κούκλα σηκώθηκε, την απέθεσε με προσοχή στο τραπέζι και πλησίασε τη γιαγιά της.

-"Papushka...?", είπε το κορίτσι διακόπτωντας την απ'τις βαθειές, γηραιές, σκέψεις της.

-"Da moja lyubov...", απάντησε εκείνη σε βαριά ρώσσικα.

-"Τί έχεις γιαγιάκα μου...?", την ρώτησε ξανά λυπημένα.

Η ηλικιωμένη, άλλοτε πολύ όμορφη γυναίκα, αναστέναξε απόκοσμα. Μετά έριξε στο χαριτωμένο κοριτσάκι, που είχε τ'όνομά της, ένα κουρασμένο, όμως αληθινό, χαμόγελο.

-"Θες να πούμε ένα παραμυθάκι?", τη ρώτησε με πιο πρόσχαρο, τώρα, τόνο.

Η μικρή Ξένια κούνησε χαρούμενα, καταφατικά, το κεφαλάκι της και αρπάζοντας την κούκλα της απ'το τραπέζι, πήγε να καθίσει στα γόνατα της γιαγιάς της.

-"'Ελα 'δω μικρό μου", είπε 'κείνη και το πρόσωπό της τώρα έλαμπε από αγάπη γι'αυτό το μικροκαμωμένο κοριτσάκι.

Την κάθισε στα γόνατά της και την έκλεισε στις αγκάλες της. Όταν η σιωπή της μικρής πρόδωσε την προσήλωσή της και την προσμονή της για το παραμύθι, η γριά Ξένια άρχισε...

"Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, που ο ήλιος δεν κρύβεται ποτέ, ζούσε μια πολύ δυστυχισμένη κοπελίτσα... Ήταν όμορφη και καλοσυνάτη και όλοι μίλαγαν γι'αυτήν στο βασίλειο της χώρας του ηλίου. Το αληθινό τη ταλέντο όμως ήταν το τραγούδι. Μπορούσε με το τραγούδι της να μαγέψει όποιον ήθελε. Κάποιοι, ακόμα, έλεγαν ότι μπορούσε να κάνει μέχρι και τους βράχους να κλάψουν τραγουδώντας τους...
Η ίδια όμως ήτανε πολύ μοναχική και τραγουδούσε μόνο για να εκφράσει τη δυστυχία της...", έκοψε το παραμύθι για να πάρει μιαν ανάσα. Πριν προλάβει να συνεχίσει, το κοριτσάκι ρώτησε με αγωνία:

-"Γιατί ήταν δυστυχισμένο το κοριτσάκι γιαγιούλα...;"

Εκείνη την κοίταξε βαθειά μέσα στα μάτια και συνέχισε την αφήγηση.

"Ο θεός Έρωτας την συνάντησε τυχαία μια μέρα και μαγεύτηκε από την ομορφιά της. Της είπε πως έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι και θα επέστρεφε για να την παντρευτεί. Έφυγε λοιπόν ο θεός και η κοπελίτσα μας τον περίμενε κάθε μέρα στο παράθυρό της να επιστρέψει... Ήτανε τόσο λυπημένη που άρχισε να τραγουδάει...όλοι λάτρευαν το λυπημένο τραγούδι της, αν και κανείς δεν ήξερε τι την βασάνιζε.
Μια μέρα ο πρίγκηπας του βασιλείου έκανε βόλτα έξω απ'το χωριό της και την άκουσε που τραγουδούσε γερμένη στο παράθυρο περιμένωντας.

'Ω, θεοί!', είπε ο πρίγκηπας γοητευμένος, 'ποιά να είναι αυτή η κοπέλα που τόσο όμορφα, μα και λυπημένα, τραγουδά; Πολύ θα ήθελα να την κάνω γυναίκα μου΄. Πήγε, λοιπόν, και την ζήτησε από τον πατέρα της, ο οποίος φυσικά δέχθηκε.
Την μέρα του γάμου, όμως, επέστρεψε ο θεός Έρωτας!!!".

-"ΩΩΩ", είπε ενθουσιασμένη η μικρή Ξένια.

Η γιαγιά της, χαμογέλασε αβίαστα.

-"Τότε η κοπέλα, άφησε το γάμο στη μέση και έτρεξε στην αγκαλιά του θεού, ο οποίος την πήρε και έφυγαν μακριά πετώντας. Ο πρίγκηπας κόντεψε να πεθάνει απ'τη στεναχώρια του...! Η κοπέλα, όμως, παντρεύτηκε τον θεό Έρωτα και απέκτησαν έναν πανέμορφο υιό, που έμοιαζε πολύ στον πατέρα του, είχε όμως την καλοσύνη και το ταλέντο στο τραγούδι από τη μητέρα του...και ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!", είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο η Ξένια τελειώνοντας.

Η μικρή χασμουρήθηκε και κούρνιασε στο στήθος της γιαγιάς της προσπαθώντας μάταια να κρατήσει ανοικτά τα ματάκια της.

-"Και ο πρίγκηπας...;", ρώτησε νυσταγμένα, "τί απέγινε ο πρίγκηπας γιαγιούλα...;". Είπε, και χασμουρήθηκε ξανά πιο πολύ.

Η γριά Ξένια έχασε το χαμόγελό της αμέσως. Έστρεψε μελαγχολικά το κεφάλι στο παράθυρο και άφησε τη ματιά της να χαθεί στο κενό του παρόντος...

-"Ποιος ξέρει γλυκιά μου...; Ποιός ξέρει...;"

Γυρνώντας το βλέμμα στο κοριτσάκι, διαπίστωσε πως είχε ηδη αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Ήταν εκείνη τη στιγμή που αφέθηκε στο παρελθόν, που δεν μετάνιωνε, να την τυλίξει ολοκληρωτικά. Ένα τοσο δα μικρό δάκρυ ταξίδεψε για λίγο στο γέρικο και ρυτιδωμένο, άλλοτε λαμπερό, μάγουλο της, και ψυθίρισε:

-"Νά'σαι καλά Ζίμη μου...όπου κι αν βρίσκεσαι..."

21/11/11
Άλλο ένα παραμύθι για υπόσχεση...

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Της Ερινύας [3]

"Μια μέρα θα βγω από το σπίτι και θα έχουν φύγει όλοι
παντού ερημιά, όλα παρατημένα ανοικτά
ένα ξυπνητήρι θα χτυπάει και κανείς δε θα το κλείνει

Ήρθε το Τέλος του Κόσμου
Μπήκαν σε κάτι τεράστια ιπτάμενα κλουβιά
και φύγαν να γλιτώσουν
όσους δεν χώρεσαν τους σκότωσαν
κι έμεινα μόνος

Μα πως δεν το έμαθα;
Το είπε το ραδιόφωνο, το είχα κλείσει
Το είπε η τηλεόραση, την είχα σπάσει
Το είπαν οι αρμόδιοι, δεν ψήφισα
Κι έμεινα εδώ

Θα βάλω τα καλά μου
Θα ανέβω στο λόφο
να δω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα
θα θυμηθώ ένα παραμύθι
κάπου μακριά οι άνθρωποι
θα νομίζουν πως είναι ακόμα ζωντανοί..."

Έτο που συνέβηκεν τζιαι τούτον... Τζιαμαί που ξυπνάς τζιαι καταλάβεις ότι είσαι ένα μοναξιασμένο, μαννόν ρομπότ χωρίς ίχνος αγάπης μέσα ή έξω του, τί κάμνεις...;

Επιμόρφωση ώρα μηδέν.

"Η Τέχνη της Προσφοράς
  • Ο πιο βαθύς φόβος ενός άντρα είναι ότι δεν είναι αρκετά καλός ή αρκετά ικανός.
  • Ο άντρας όταν φοβάται, φαίνεται πολύ ψυχρός και αδιάφορος.
  • Η τραγική ειρωνεία είναι ότι, όταν ο άντρας ενδιαφέρεται πολύ για κάποιον, ο φόβος της αποτυχίας μεγαλώνει, με αποτέλεσμα να δίνει ακόμα λιγότερα. Για να αποφύγει την αποτυχία, σταματά να προσφέρει ακριβώς στους ανθρώπους εκείνους στους οποίους θέλει να προσφέρει περισσότερο."
Men are from Mars, Women are from Venus
-John Gray-


Τωρά εκατάλαβα γιατί κάθε τρεις τζιαι μιαν χώννουμαι μες το υπόγειον μου τζι εν θέλω να μιλώ κανενού..! Τούτον ακριβώς εν το λάθος. Το ότι χρειαζούμαστεν κάποιον να μας επιβεβαιώνει, να μας καθυσηχάζει σαν τα μωρούθκια που εχάσαν την παλάμη της μάνας τους. Το ότι για να είμαστεν ευτυχισμένοι χρειαζούμαστεν την γαμημένη την οξυτοσίνη, δηλαδή την αγάπη. Ή μάλλον την ανταπόδωση αγάπης. Η αληθινή αγάπη έννεν έτσι. Η αληθινή αγάπη εν άνευ όρων.

Μερικές φορές νιώθεις ότι οι ανθρώποι εν έμποροι συναισθημάτων τζιαι εσύ είσαι απλά ένας πελάτης τους τζιαι προμηθευτής τους ταυτόχρονα. Τούτη η ατέλειωτη ανακύκλωση αισθημάτων γίνεται όσο δίκαια γίνεται τζιαι η ανακύκλωση χρήματος. Κάποιοι εν πάμπλουτοι τζιαι κάποιοι πάφτωσιοι, άλλοι κουτσοπερνούν, άλλοι περνούν πιο άνετα. Άλλοι πλερώνουνται βρέξει-σιονίσει τζιαι άλλοι δρώννει ο κώλος τους για πενταροδεκάρες. Έσιει τζιαι άλλους που απλά εσυνταξιοδοτηθήκαν τζιαι χαρίζουν ποτζιεί ποδά γιατί εν έχουν ανάγκες, εκτός που τα βασικά, πλέον.

Μπορεί να μεν ευτύχισα πραγματικά στον έρωτα, ηύρα όμως την ηρεμίαν μου μαζίν του. Έννεν ούτε κοντά μου ούτε μακριά μου. Εν τζιαμαί όμως. Τζιείνοι που μου διούν απλόχερα αγάπην χωρίς να σκεφτούν αν θα πάρουν πίσω που μέναν ή οι, εν οι φίλοι τζιαι η οικογένεια. Εγώ είμαι τυχερός που οικογένειαν τζιαι που φίλους. Εγνώρισα αθθρώπους που με την πρώτη ματιά εμπιστεύκουνται σε με την ψυσιήν τους, διουν σου την αγάπην τους τζιαι ότι μπορούν που τον υλικόν τους κόσμον χωρίς να σκεφτούν τον εαυτόν τους ούτε στο ελάχιστο. Αθθρώποι που γουστάρεις να μιλάς μαζίν τους με τες ώρες για ούλλα τα θέματα που διαπερνούν τον στενόν σου εγκέφαλο. Αθθρώποι που σε συνοδεύκουν σε όποια γωνιά του πλανήτη τζι αν είσαι απλά για να μεν μείνεις μόνος σου τζιαι να φοάσαι....

Για τον ανεκπλήρωτον έρωτα τζιαι την ισορροπία που ηύρα μαζίν του επειδή με βοήθησες..



Στο τραγουδιστό χαμόγελο ενός στρούμφ που λέγεται Μαρία..

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Της Ερινύας [4]

Τι μας κάμνει να υπάρχουμεν..? Γιατί συνεχίζουμεν να επιμένουμεν στη ζωή? Θέλω να πω, εν υπέρ αρκετά τα στοιχεία ότι είμαστεν φύλλα πετάμενα στον άνεμον. Ότι είμαστεν θύματα των τζιαιρών τζιαι των τυχάρπαστων χειραγωγών...
Εσύ νιώθεις ότι αξίζει σου να περπατάς πας τα άγια τούτα χώματα...? Που τα περπατήσασειν αθθρώποι τεράστιοι, πνευματικά, τζιαι εκάμαν τα να αποκτήσουν την αξίαν που σήμμερα έχουν...?

Ότι τζιαι αν κάμεις εν να καταλήξεις 2 μέτρα κάτω που την γην Άθθρωπε.. Εν φοάσαι ρε? Εν φοάσαι...? Εν να χάσεις τον χρόνο σου κοιμώμενος στο ντιβάνι του Θκιαόλου, τζιείνο που 'ν' καταχωνιασμένο σε μια γωνιούα του Παραδείσου.. Εκατάλαβες..? Εκατάλαβες ρε?!?

Όι.. Εν εκατάλαβες.....εν εκατάλαβες τίποτε.. Τούτη εν η δουλειά σου άλλωστε. Πρώτα ισοπεδώνεις τζιαι μετά κάμνεις ερωτήσεις...

"Μερικά τραγούδια δεν κάνει να τα βγάζεις από μέσα σου. Αναστατώνεται ο αιθέρας και ασθμαίνει. Μερικά χείλια δεν κάνει να φιλούν. Κυλούν τα ψέματα στο αίμα με παλμό και πυρετό. Κάποιοι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι μόνοι να βαδίζουν, στα τυφλά. Δεν κάνει ο Έρωτας την πόρτα τους να χτυπά, είναι κωφοί. Κάποια ταξίδια είναι που κάνουν τη ζωή να περπατεί, να κρατεί το κεφάλι ψηλά και να πυροβολεί με δάκρια όπου βλέπει θάνατο. Η ζωή είναι ανθρώπινη. Οι άνθρωποι είναι ζώα. Και μετά απλά πεθαίνεις. Χαμογέλασε."

Όσα τζιαι να σου γράψω εν να είσαι πάντα εσύ. Θκιαβάζεις τα τζιαι κλαίεις για 2 λεπτά τζιαι μετά ξηάννεις, τζιαι τα ποίηματα μου εν υπήρξαν ποττέ. Όσα τζιαι αν κάμω για σένα, πρώτα θυμώνεις μου, μετά που μήνες εκτιμάς το τζιαι μετά που να πεθάνω εν να καταλάβεις...

Για το ταξίδιν..!


Ότι τζιαι αν πω η Ξένια εν ναν πάντα η Ξένια...

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Της Ερινύας [2]

Γιατί εμουθκιάσαν ούλλα πάλε...? Άμπα τζιαι πέθανα τζι εν το χαπάρισα..? Άρκεψεν η κατάθλιψη του σιειμώνα. Μπαίνεις μες τη χειμερία νάρκη σου, τζιαι ξυπνάς που ννα ανοίξει ο τζιαιρός..

Έσιει πολλή μιζέρια τούτη η πόλη τελικά. Χωρίς να αλλάσσουν τα συναισθήματα που μου έφκαλλεν που πάντα. Απλά επροστέθηκεν τζιαι τούτον το, καθόλου τζιαινούρκον, συναίσθημαν μαζίν με τα άλλα, κάτω που την καρτελλούαν ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

Κάμνω πράματα χωρίς να ξέρω το γιατί. Χωρίς να έχω λόγον. Δρω μηχανικά. Ίσως τζιαι με κινήσεις απελπισίας μπορεί να πει κάποιος.

Δρω, αλλά παραμένω αδρανής.

Ζω αλλά παραμένω άζωτος, χωρίς αναπνιάν.

Τί μου συμβαίνει...?

Γνωρίζω...αλλά παραμένω αδαής, χωρίς ίχνος αλήθκειας κάτω που το πετσίν μου. Τζιαι οι Ερινύες μου μισούν τα ψέμματα....μισούν τα!

Άμμαν πεθυμάς ίντα 'ν που κάμνεις?? Πάεις τζιαι βρίσκεις, σωστά? Τζι άμμαν εν μπορείς να κινηθείς??? Μαλακίες, πάντα μπορείς να κινηθείς!! Ποιός σε περιορίζει, του εαυτόυ σου εξαιρουμένου, άλλωστε?



Τωρά παλιμπαιδίζω ή έγινα, ξαφνικά, ποιητής...?


Για το Ρωμινάκι μου που έμεινεν πίσω να καρτερά..