Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Δεκέμβρης του 1903

"Kι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω
αν δε μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στη ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατάω μες στο μυαλό μου,
ημέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου
τις λέξεις και τις φράσεις μου πλάθουν και χρωματίζουν
σ' όποιο θέμα κι άν περνώ, όποια ιδέα κι αν λέγω"

Κ.Π.Καβάφης


Συνήλθαν τα μαλλιά απ' τον άνεμο, πέταξε η κραυγή στον Άδη
συνήλθε το κορμί απ' την άβυσσο, τα μάτια σου μού 'ταξαν ένα χάδι.

Σπινθιροβόλε έρωτα με φτερωτά κανόνια,
μίαν ανάσαν έζησες, μην ήταν χίλια χρόνια;

Το περιβόλι σου μακρύ μα η ψυχή στα σκέλια,
στ'αλήθεια ξέχασες, εσύ, πως ήταν η αγκαλιά μου;

Μια Ανάσταση πικρή κι ένα στυφό καλοκαίρι,
να σφάξουν, δεν επρόφτασαν, τον δύστυχο έρωτά μου.

Μα είν' η φτωχή η αγάπη μου που στη ζωή σε ηκράτει,
κι ας μην σου έφτασε ποτέ, κι ας ήτανε στα μάτια σου μακριά, πικρή, ανάμνηση.

Πού είν'τα γλυκά ματάκια σου; Πού είν'η αγκαλιά σου;
Μού 'λειψες τόσο πολύ που σαν νεκρός εν που ήμουνα.

Πεθύμησα τα λόγια σου, τα χέρια σου, τα χείλη,
πεθύμησα απέναντι μου νά'χω, μικρό, ένα θαύμα.

Και ποιός, να μπορέσει, εξέχασε 'κειν' τα λυτά μαλλιά της;
Και ποιός να καταλάβει, εμπόρεσε, γιατί έπαψε να θυμίζει αγάπης

ΕΓΩ σ'αγαπώ κι ας με ξέχασες, αυτό να το θυμάσαι...

Τζιαι που την Κύπρον εν φεύκω αν δεν έρτεις μαζίν μου..



Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Ο πόνος νίκησε πάλι

Έτσι, λοιπόν, πεθαίνουνε οι αγάπες των αστεριών; Με χειροκροτήματα, χτυπώντας το κεφάλι στον αέρα...; Δυο νότες κάφρων κοπανιώνταν στο σανίδι και ΄σύ γελάς...σε αύθονο αλκοόλ πνίγονται οι ματιές μας...στη ζάλη... Έτσι, λοιπόν, άδοξα πεθαίνουμε...δειλά..



Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Ο κόσμος εν ηξέρει ίντα με βασανιεί,
θωρούν με καθισμένον δίχα να μιλώ,
αμμά ιδέα εν τους περνά
που το μυαλόν, ίντα 'ν' που έχω..

Πολλές φορές, έτο πιάννει με
τζι εν θέλω να συντιχάννω,
μη δε στο νουν, η θύμηση,
τι έπαθα να μου έρτει..

Αμμά τωρά πο' κάτσαμεν
με το κρασίν αντάμα,
τη γλώσσα μου στο αλκοόλ,
να ξιδιθεί, θα αφήκω..

Ήταν, που λέτε, Σήκωσες,
αμμά 'τουν πριν δέκα γρόνια,
τότες που την εγνώρισα,
π' άπλωσα της το δειν μου..

Τζιαι τζιείνη ήτουν μωρόν
με του σκολείου τ'άππωμαν
τζι εγιώνι εν νά'ταν η χρονιά
του όρκου εις την πατρίδαν..

Άμπλεπα την που περιχάριζεν
μες σ'ούλλες τες παρέες,
τζι όποιος της κόντεφκεν αρσενικός
σαν το λαμπρόν εν π'άφταιννα..

Είδεν με τζι είδα την καλά
τζι έκατσεν στην παρέαν μας
τζι επίνναμεν, τζι επίνναμεν
ώστις που να φυρτούμεν..

Τότες εν που κατάλαβα
τζιαι μού'ρτεν εις τον νουν
πως τούτη εν άλλως πως,
τούτη εν διαφορετική..

Που τότε άλλην δεν εδείκλησα
να δω ή να ποθήσω
σαν άντρας πας την νιότην μου,
στην βράσην του γαιμάτου..

Τζιείνη ύστερον εγλύφετουν
με αδερφικόν μου φίλον
τζιαι τζιείνου η κοπελλούα του
αρώταν με συνέχειαν..

"Κάτι συμβαίνει ρε Ξενή,
ο νους μου εν το φκάλλει,
αν ξέρεις ότιδήποτε
πε μου το να χαρείς.."

Εγιώ κρυφόν εκράτησα
το μυστηκόν του φίλου,
αμμά κρυφός εν πό' μεινεν
τζιαι ο πόνος της καρθκιάς μου..

Ύστερον εχωρίσασειν
τζι είπα της την αλήθκειαν,
πράμαν που εμετάνιωσα
ως τα τωρασινά μου..

Τζιείνον πού 'τουν παράξενον
μες τούντην ιστορίαν
ένι πως τζιείνη που αγάπησα,
επαρηορήθην στην αγκαλιάν μου..

Ελάλεν μου πως εν μπορεί
τζιαι πως θέλει να φύει,
που τζιείνου που αγάπησεν,
τα δίχτυα, του πάθους..

Εγιώνι πέτραν έκαμα
την γέριμην την καρκιάν μου,
φίλος της εστάθηκα καλός,
αν τζι ύστερα μου το φάκκαν..

Πως δεν εδιεκδήκησα
ό,τι ήθελα, λαλεί,
τζιαι πως αν τό'θελα πολλά
θα εγίνετουν δική μου..

Μα, τέλοσπάντων,
τούτα εγίνασειν πρόσφατα πολλά,
πάμεντες πίσω στα παλιά
σκαλιά της ιστορίας..

Άμμαν εχώρισεν τζιαι μετά
που τον αδερφικόν μου φίλον,
τζιείνος εξαναύρεν τα
με την παλιάν του αγάπη,

που ήξερεν τα λάθη του
τζι όμως τον αγαπούσεν..

Τζιαι τζιείνη που αγάπησα
με ούλλην την ψυσιήν μου,
όσον τζι αν δεν της έφτασεν
τζι αν δεν ήταν αρκετόν της,

το παραμύθιν έπλασεν
παρανοϊκόν τζι απόκοσμον,
χωρίς φειδώ καθόλου..

Κανένας δεν επίστεψεν
τα λόγια της, με φίλος,
με εραστής, με άδρωπος,
με γέναικος, με τζιείνος,

τζιείνος που τον αγάπησεν
περίτου που τον εαυτόν της..

Ο μόνος που της έμεινεν
να της συμπαραστέκεται με αγάπην,
εγώ ήμουν, ο ηλίθιος,
που πίστεψα σε τζιείνην..

Ενόμιζα η αγάπη της
εν νά'ταν υπεράνω
που το να περιπαίζει φίλους της
με τόσην ευκολίαν..

Έσιει που τότε που έχασεν
εμπιστοσύνην που μέναν,
τζιαι πάντα τζι αν τα βρίσκαμεν
σαν τότες ποττέ εν ήταν..

Τότε που ελαλούσαμεν
ο ένας τον άλλον "καρθκιά μου",
τότες που της είπα πως
ήταν ο άνθρωπός μου..

Ως σήμερα αδέρφκια μου
η καρκιά μου εν ποζαύλιν,
ποττέ μου εν ημπόρεσα
να πω σωστά πως νιώθω..

Μον'κάτι ποιήματα, παλιά,
που της έστειλα, βιβλίον,
που χαρκούμαι πως τα κράτησεν,
χωσμένα, μακριά της..

Είπεν μου ήρτα δεύτερος
τζι αν δεν ήταν η αγάπη της,
εμέναν θα ερωτεύκετουν
τζιαι θά'μαστουν μαζίν..

Αμμά τωρά είμαι φίλος της
τζιαι τούτον εν αλλάσσει
τζι εν ημπορεί πιο να με δει
σαν άντραν εραστήν της..

Εγιώ έκρυψα, εκουράστηκα
την πάλην της ψυσιής μου,
δική μου εν τζιαι γίνεται
εις τον αιώναν τον άπανταν..

Η μόνη μου χαρά τωρά
εν να την βλέπω ευτυχισμένην
τζι ας μεν την κόφτει αν ιζιώ,
αν αναπνέω, πιλέ μου..

Πολλές φορές προσπάθησα
να την αφήκω πίσω μου, να την ξιάσω τέλια,
αμμά εγώ μιάν βολάν
αγάπησα στην ζωήν μου..

Όρκον που τότες έδωκα,
βαρύν, για έναν νιάτον,
γεναίκαν άλλην μες τον νουν
ποττέ μου να μεν βάλω..

Εκράτησα τον τζι ας ήτουν
δύσκολον να ζήσω ως δακάτω,
τζιαι τωρά που τά'πα είμαι 'λεύτερος,
δίχα άλυσον, να ζήσω..

Αμμά 'ξερε καρτούλλα μου,
όπου στην γην τζιαι νά'σαι,
πως δίχα μου εν έσιεις ζωήν
τζιαι πάντα 'ν' να υποφέρεις..

Γιατί είμαστεν μες την ζωήν
του ενός, ο άλλος, το πεπρωμένον..

Αγαπώ σε...

Σκατά μέρα..

Τωρά εκαταλάβετε γιατί ο Στρατός τζιαι η εξουσία εν σαπημένοι που μέσα..?
Γιατί οι ανθρώπινες ζωές μετρούνται με ευρώ τζιαι με το "εν έσιει τίποτε ρε"..
Εν έχω τίποτε άλλον να πω.
Πένθος..

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Το όνειρον

Είδα 'ναν όνειρον εψές με σιίλλιες σημασίες,
κάμε νά 'ν' του σατανά ψευτιά τζιαι κάμε νά 'ν' του θεού παράδεισες...

Έφκαιννα τον ανάορον τζι ο ήλιος έξι πόθκια,
μες το λιοπύριν τον γνωστόν, του τόπου μου, να κρούζω..

Άκουσα κλάμαν γοερόν να σιίζει τον αέραν,
τζι έφτανεν μου που τ' αυκιά ίσια με την καρκιάν μου..

Εγύρευκα τον αίτιον, που ποιάν ψυσιήν να φκαίνει..;
τζι άξιππα που το πούποτε θωρώ, κλαμένην, μιαν κορούν, γρόνους, αν θά 'ταν, πέντε..

Εκόντεψα μα εν μού 'δωκε καμίαν σημασία,
το κλάμαν εδυνάμωνεν τζιαι 'γώ ανήμπορος, τζιαμαί, να κάθουμαι, διμμένος..

Σύννεφα μαύρα, άξαφνα, τον ουρανόν εκλείσαν,
τζιαι σαν απότομα να ξύπνησα, τα πάντα ήτουν μαύρα..

Μπροστά μου εμφανίστηκεν, τζιαι έχασα τα λόγια,
μαυροντυμένος άδρωπος, πλάσμαν καταραμένον..

Μες την κκελλέν μου άκουσα φωνήν τρανήν να λέει:
"Είμαι ο Χάροντας, Ξενή, εν ώρα μας να πάμεν"..

Είπα του: "Λάμνε στο καλόν τζιαι στην ευτζιήν του κόσμου,
εγιώ σαν να κατάλαβα πως τούτα εν ούλλα ψέμαν.."

Εγέλασεν τζι εκάρφωσεν στην γην τζιείνον που βάσταν,
δρεπάνιν ως τον νώμον του, ίσια εκατόν οκκάες..

Η γης ετράνταξεν πολλά τζιαι πας τον πανικόν μου,
νομίζω πως εν' π' άκουσα φωνήν, να με καλεί, γεναίκας..

"Ξενήηη....", μου φώναζεν βαθκειά τζιαι απόκοσμα
που χάος μακρύν τζιαι που κόσμον, χαρκούμαι, άλλον..

Πρώτη βολά στα γρόνια μου εν να αρροθύμησα τόσον,
τζιείνος ευκαριστήθην το τζι εγέλαν ούλλη ώραν..

Τζιείνη 'ταν η αγάπη μου που την ζωντάνεψεν ομπρός μου,
τζι είδα την με τα μάθκια μου, ολοζώντανην, με σάρκαν..

Αντά γυρίζει πάνω μου το σκοτεινόν της βλέμμαν,
τα γόνατα μου ευτύς σιίλλια κομμάθκια εγίναν..

"Καρθκιά μου..;", ίντα 'θελα τζιαι γύρισα τζιαι είπα;
Αμέσως τζιείνη αγρίεψεν τζι εγύρεψεν να με φάει..

Άρπαξεν με που τον λαιμόν τζι εμάσιετουν να με πνίξει,
τζι ο σατανάς εθώρεν την τζι αυτάρεσκα 'χαμογέλαν..

"Εξόν που 'σέναν εν τζι έχω άλλην μες την ψυσιήν μου,
ούτε άλλον πλούτον να θωρώ μήτε να 'ποθαυμάζω..

Αν θέλεις κάμε με τωρά στάχτην τζιαι ποκαΐθκια,
μα την καρκιάν μου κράτα την έναν σωστόν κομμάτιν..

Πού νά βρεις άλλην ν'αγαπά τα λάθη τζιαι τα ύστερα
του κόσμου τα παράξενα τζιαι τα περίεργα σιέρκα..;

Μίαν καρτούλλαν γέριμην είχα να σου χαρίσω,
που να αγαπά εν της έμαθεν κανένας μες τον κόσμον..

Αμμά εσέναν είδεν σε τζι είπεν ΄Έτην αγάπην΄,
τζιαι ποττέ της δεν εδέχτηκεν να φύει μακριά σου..

Αν προτιμάς τον δαίμοναν, που δύναμην διά σου,
καταλαβαίνω, αγάπη μου, τζι αντίρρησην εν σου φέρνω.."

Είπα τζιαι εσιώπησα τζι είδα μιαν ηλιαχτίδαν,
να δεις που εκατέβηκεν για λλόου μου μες το σκότος..

Ολόισια, έτην, έκατσεν στες τζιεφαλάες των θκυό τους,
τζι εγίνασειν σαν έκρηξη που ασήμιν τζιαι γρουσάφιν..

Ό,τι άρκεψεν, ετέλεψεν, τζι ό,τι έμεινεν, εχάθην,
το μεσοδότζιη τ'ουρανού εν του εγωιστή το ολόκληρον..

Τωρά που τζιείνη που αγαπώ μισά με τζι εν θέλει
μήτε στα μάθκια της ομπρός, τη φάτσαν μου, να αμπλέψει,

Μισός τζιαι γέριμος, λειψός εν πό' μεινα στο ράφιν,
να χάσω άλλον εν έχω, ούτε να παραδώκω..

Ούτε φοούμαι σατανάν, ούτε τζιαι θείαν κρίσην,
εμέναν την ψυχούλλαν μου 'ρίζει την κάποιος άλλος..

Στα σιέρκα της, στα σπλάχνα της, στες σκέψεις της για μέναν,
ό,τι ελπίδα μό' μεινεν τζιαμαί την αποθέτω..

Κάμε να 'ν' ούλλα ψέματα, γλήορα να ξυπνήσω
τζιαι τ' όνειρον τούν' το εψεσινόν αλόπως εν' η ζωή μου.



Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Της Ορχιδέας τα Φύλλα

Σ'εκείνα τα άλλοτε πικρά, της εφηβείας μου δάκρυα, της νεότητάς μου χρόνια, εγνώρισα μια θάλασσα, μιαν άβυσσο με μάτια. Είχε μακριά μαλλιά στο χρώμα του εβένου και μάτια μελισσόχρυσα, μα μοιάζανε με έρεβος και μέσα τους χανόσουν.

Με ανωριμότητα συστήθηκε, σαν πόρνη της πλατείας και έπαιξε με μιας με όλων των αρσενικών της παρέας, τα μάτια. Εμένα όμως μου έδειξε, στις ώρες τις ολομόναχες που πέρναγε μαζί μου, πως ήτανε άνθρωπος αγνός και με ψυχήν αγγέλου.

Είχε χυδαίες κι ανεπανόρθωτες, στα αισθήματα, πληγές βαθειές, μα είχε καρδιά τρισκέντητη, σαν μάλαμα, χρυσάφι.Από τότε που τα μάτια της επαίξανε μαζί μου, σε άλλην δεν εμπόρεσα το βλέμμα να σηκώσω, μα όταν με άφησε να δω, βαθειά, μες την ψυχή της, να ζήσω δεν εμπόρεσα, από τότε μακριά της.

Τα χρόνια γέρασαν μα εγώ ακόμα την εσκέφτομαι ολημερίς και ολονυχτίς, σαν να την γνώρισα ψες και σκέφτομαι πού θα με βγάλει. Σαν έρωτας του κοριτσιού, σαν του αγοριού το πάθος, μίαν αγνήν εζήσαμε, ολόκληρην φιλία.

Για μένα όμως πάντοτε θά 'ναι ο άνθρωπός μου. Αυτός που πριν οι λέξεις μου να βγούνε απ'το στόμα, με ένιωθε και με κράταε σφιχτά να μην φοβάμαι. Και είν' τα χέρια της αυτό που πάντα θα ενθυμούμαι. Η ευλογία η τρισκατάρατη, του χεριού, η αφή, του ανθρώπου σου, που λιώνει απ'την αγάπη.

Μα όχι για σένα...

Περάσαν χίλιες εποχές και στέρεψεν το δάκρυ μου, δεν έχω, άλλο πιά, να δώσω ή να πάρω. Μόνο μια ελπίδα ρίζωσε βαθειά στα σωθικά μου και να φύγει, δεν λέει, από 'κεί, ούτε ήσυχο να μ'αφήσει.

Καίγομαι, λιώνω και πονώ κι ούτ' ένα βλέμμα να μου ρίξει δεν ηθέλησε. Δεν μου μιλάει πια και ούτε να με δει δεν θέλει, εμπρός στα μάτια της, που τα αγάπησα τόσο. Δεν λέω "δεν πειράζει" πια, πάντα θα με πειράζει, που εξέχασε την αγάπη μου που έμεινε, γι'αυτήν, στο ράφι, δεδομένη.

Ψηλά στους χίλιους ουρανούς και στον γαλάζιο κρότο, δεν βρέθηκε ζωή καλή, σε μένα να χαρίσει. Να μ'αγαπήσει απ'την ψυχή και να μου δώσει ένα φιλί, του έρωτος, στα χείλια. Πάντα θα την καρτερώ και πάντα θα την θέλω, και πάντοτε μονάχος μου θα ζω και θα υπομένω, ότι βάσανο θα μου ριχτεί στην πλάτη να το φέρω.

Για τη μικρή ελπίδα μου, που τρύπωσε στα στήθια, ότι δικιά μου θα γενεί και θά 'μαι εγώ γι'αυτήν ο πολυπόθητος άνθρωπός της. Είναι φορές που η αγάπη μας, απέραντη ας είναι, δεν φτάνει για να μας κρατεί δίπλα σε όποιον αγάπησε η καρδιά μας τόσο.

Ζωή μου άδικη εσύ, που στις φωτιές του Έρωτα μ'αφήνεις να πυρούμαι, δε με και μια φορά που μ'έριξες σε απύθμενα πηγάδια. Και δώσε μου ότι αναζητώ στα χέρια να κρατήσω. Μιαν κόρην απ'τα σπλάχνα της και να της μοιάζει σ'όλα, εις τα παράξενα και εις τα λιτά, στις περίεργες της συνήθειες.

Θεέ που δεν μ'αγάπησες, ουδ' ενοιάστηκες, τι γίνομαι, ποτέ σου, ρίξε ένα βλέμμα σου απάνω στην καρδιάν μου. Σταμάτα την ή δώσε της μονάχα μια ευκαιρία, να γίνει ότι γεννήθηκε και ότι είναι γραφτό της. Φύσηξε την αγάπη μου και πάρ'την στα υπόγεια που αυτή, τώρα, συχνάζει, ξάπλωσε μες τον κόρφο της, σαν βρέφος που βυζαίνει και πες της πως την αγαπώ και πως γι'αυτήν πεθαίνω.

Ακόμα κι αν την πλήγωσα κι αν μού 'δωσε κι εκείνη δάκρυ, δεν έχει σημασία καμιά σε αυτό που μας ενώνει, γιατί είμαστε ο άνθρωπος, γι'αυτόν που αγαπούμε, ο μόνος που θα θυμηθεί, όταν πονάει, στον κόσμον όλον. Αυτό που προσπαθώ να πω, υποθέτω, πως είναι η πιο απλή, στην γλώσσα μας, η φράση, που λεν οι ανθρώποι εύκολα και πριν να το σκεφτούν, τί σημασία βαριά κρύβεται μες τις λέξεις.

Εδώ είναι που γίνομαι τυπικός και λέω ότι λεν κι οι άλλοι, Σ'αγαπάω κι ας με πονείς όσο κανείς δεν τόλμησε να φτάσει στης καρδιάς το βάθος, μα δεν με νοιάζει πια, αρκεί να με θυμάσαι, να μ'αγαπάς εκείνο το λίγο που μπορείς και που σ'αφήνει ο έρωτάς σου, και ποτέ από πάνω σου μην βγουν τα δυο μου πανίσχυρα δώρα.

Καρδιά από καρδιάς που βρίσκεται δίπλα απ'την καρδιά σου και φτερό αγάπης για να μπορώ σαν άγγελος από μακριά σε κάθε σου βήμα να σε προσέχω. Να πω, δεν έχω τίποτα, άλλο, ή να προσθέσω, γι'αυτό και τώρα πια σιωπώ και σκύβω το κεφάλι μου μήπως μπορέσω να ζήσω.

Ποτέ σου μην ξεχάσεις την αγάπη μου, που πέρασε ξυστά απ'την καρδιά σου...

Π.Ξ.Α.

Ξενοφίλιος